Με την καθαίρεση υφιστάμενων ενδιάμεσων τοίχων, το διαμέρισμα απέκτησε χαρακτηριστικό διαμπερή ενιαίο χώρο πλάτους περίπου 4,5m που εμπεριέχει ποικιλία δυνατοτήτων: κουζίνα – τραπεζαρία – καθιστικό χώρος εργασίας κλπ. Τα υφιστάμενα υλικά στα δάπεδα (λευκό μάρμαρο – iroko) κρατήθηκαν και αναδείχθηκαν.
Αποκαταστάσεις
Μετατροπή μικρού Υ/Η σταθμού σε εκθεσιακό χώρο / Περιβάλλων χώρος τεχνητής λίμνης Αγυιάς Χανίων
Η τεχνητή λίμνη της Αγυιάς στα Χανιά μαζί με το μικρό υδροηλεκτρικό σταθμό είναι ένα τεχνικό έργο που έγινε επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου και εγκαινιάστηκε το 1928. Ο σταθμός, δυναμικότητας 0,30ΜW παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι και το 2005. Η εφαρμογή της υφιστάμενης μελέτης που πραγματοποιήθηκε από τον ΟΑΔΥΚ πολύ συχνά χρειάστηκε προσαρμογές που πραγματοποιήθηκαν απο το φορέα υλοποίησης της, τη Δ/νση Τεχνικών Έργων Περιφερειακής Ενότητας Χανίων. Η φιλοσοφία της παρέμβασης στον περιβάλλοντα χώρο είναι η οργανική του σύνδεση με το κτίριο, και η χρήση φυσικών υλικών, ταιριαστών με το ευαίσθητο τοπίο. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν το πατημένο χώμα, και οι σανίδες φυσικής ξυλείας, εμποτισμένες όπου απαιτείτο υπερύψωση από το –συχνά βαλτώδες- φυσικό έδαφος. Το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο του κτιρίου είναι σαφώς μοντέρνο. Υπάρχει ογκοπλαστική διάκριση μεταξύ των λειτουργικών μερών του, ήτοι αίθουσα γεννητριών – πύργος διανομής ενέργειας -δεξαμενή /πτώση νερού. Τα φέροντα στοιχεία είναι διακριτά και «καθαρά» και γενικότερα το κτίριο χαρακτηρίζεται από απουσία διακόσμου. Από την άλλη πλευρά είναι εμφανής μια πρόθεση σύνδεσής του με το τοπίο και το περιβάλλον, μέσω των μεγάλων ανοιγμάτων στη δύση, και τη φωτιστική σχισμή πάνω από τον πίνακα ελέγχου. Πρόκειται για ένα κτίριο –μηχανή που χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο του μοντερνισμού. Η διατήρηση του εξοπλισμού in situ θεωρήθηκε απαραίτητη για να μη χαθεί η ενότητα της λειτουργίας του κτηρίου και να είναι αντιληπτή από τους επισκέπτες. Το κτίριο αντιμετωπίζεται ως μέρος του ευρύτερου τοπίου της λίμνης του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Το κτίριο μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο του, συνδέεται με τις νέες επεμβάσεις γύρω από τη λίμνη της Αγυιάς. Πιο συγκεκριμένα αποτελεί αφετηρία ή και τερματισμό/στάση του ποδηλατόδρομου. Επίσης, προσφέρεται για επισκέψεις σχολείων αλλά και ως τόπος γενικότερης αναψυχής σε μικρή απόσταση από τα Χανιά. Εντός του κτιρίου, η μελέτη ενσωματώνει στο κέλυφος του πρώην Υδροηλεκτρικού σταθμού, μια σειρά εκθεμάτων τόσο στο εσωτερικό της κεντρικής αίθουσας των γεννητριών όσο και στον ημιυπαίθριο χώρο της. Συνδέει την εκθεσιακή πορεία του μουσείου με τον περιβάλλοντα χώρο του προκειμένου το κτίριο να αποτελέσει μια αδιάσπαστη ενότητα με το τοπίο. Πέρα από τα εκθέματα σχετικά με τις ΑΠΕ είναι ιδιαίτερα σημαντικός και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το ίδιο το κτίριο ως έκθεμα. Η κύρια πορεία που προτείνεται ξεκινάει και καταλήγει στην κεντρική πλατεία του υπαίθριου χώρου η οποία και επικοινωνεί με όλα τα επιμέρους τμήματά του (είσοδος, Pilotis, υπαίθριος χώρος κυλικείου κλπ). Τα περιμετρικά τοιχεία της pilotis συνδέονται μορφολογικά και γεωμετρικά ώστε να συγκροτούν μια ενότητα, μια συνεχή τεθλασμένη γραμμή γύρω από το δάπεδο, πάνω στην οποία αναρτάται και το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριακών πανέλων.
Concept
Πάρκο ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα
Σύνδεση αποκατεστημένων λιγνιτωρυχείων με το περιβάλλον
H πρόταση συνθέτει διαφορετικούς «τόπους» με βάση τόσο τα χαρακτηριστικά των λιγνιτορυχείων, όσο και των εγγύς περιοχών: Καμπύλα ή ευθύγραμμα πρανή εναποθέσεων, τεχνητές λίμνες, πρανή εκσκαφών και ορύγματα, μεταλλικές κατασκευές μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας, ενσωματώνονται στην πρόταση και εισάγουν ένα λεξιλόγιο που κομίζει στο πάρκο τη δραματικότητα της εξορυκτικής δραστηριότητας που συνεχίζει να υφίσταται λίγο πιο πέρα αλλά δεν είναι πια ορατή. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνδυάζονται τόσο με το αγροτικό τοπίο της ευρύτερης λεκάνης Εορδαίας και τους δύο οικισμούς, όσο και με το τοπίο των αποκατεστημένων περιοχών στα πρανή του νότιου τμήματος.
Τρεις διακριτοί τόποι χωροθετούνται σε χαρακτηριστικά σημεία του πάρκου. Οι τόποι αυτοί λειτουργούν διττά: τόσο σαν είσοδοι – προσβάσεις όσο και ως πόλοι οι οποίοι και δομούν τη σύνθεση συνολικά.
Η εμπειρία του τοπίου καθίσταται μια εκπαιδευτική διαδικασία, ένας ενδιάμεσος χώρος μεταξύ τεχνητού και φυσικού, τραυματισμένου και υγιούς, σύγχρονου και ιστορικού τοπίου, μεταξύ μεγα και μικρο κλίμακας.
Τρεις διακριτοί τόποι χωροθετούνται σε χαρακτηριστικά σημεία του πάρκου: στο βορειοανατολικό και βορειοδυτικό άκρο, και στο κέντρο του. Οι τόποι αυτοί λειτουργούν διττά: τόσο σαν είσοδοι – προσβάσεις όσο και ως πόλοι οι οποίοι και δομούν τη σύνθεση συνολικά. Οι τόποι αυτοί ονομάζονται «Κήποι», «Λίμνη» και «Όρυγμα».
Παράλληλα με τους τρεις «τόπους» προτείνεται, πάνω στο υφιστάμενο δίκτυο, ένα νέο δίκτυο προσβάσεων και διαδρομών το οποίο έχει ως κέντρο του την περιοχή της λίμνης, και το οποίο μπορεί να υποστηρίξει περιπατητικές και ποδηλατικές διαδρομές, υπερτοπικές λειτουργίες όπως πίστα mountain bike, αλλά και μικρότερους χώρους στάσης διάσπαρτα εντός του πάρκου και των διαφορετικών τοπίων που συγκροτούνται: δασικό, αγροτικό, ξέφωτα, λίμνη, ρυάκι.
Η δομή της πρότασης με τους χαρακτηριστικούς τόπους και το πλέγμα κατασκευών και δικτύων που το υποστηρίζουν συγκροτεί μια υποδομή η οποία μπορεί να υποστηρίξει και ποικιλία άλλων προγραμμάτων – λειτουργιών πέραν των προτεινόμενων.